- σταρτός
- ὁ, Αβλ. στρατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στάρτοι — Α [σταρτός] (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τάξεις τοῡ πλήθους» … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
ster-5, sterǝ- : strē-, steru- : streu- — ster 5, sterǝ : strē , steru : streu English meaning: to widen, to scatter Deutsche Übersetzung: “ausbreiten, ausstreuen” Note: (compare ster “ stare, stiff sein”) Material: A. O.Ind. str̥ṇüti, str̥ṇōti (eig. zur basis… … Proto-Indo-European etymological dictionary